- μεγαλεπιφανής
- μεγαλ-επι-φανής, ές, von großer Oberfläche
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μεγαλεπιφανής — μεγαλεπιφανής, ές (Μ) ένδοξος, περιφανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ἐπιφανής*] … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλεπιφάνεια — μεγαλεπιφάνεια, ἡ (Μ) [μεγαλεπιφανής] λαμπρότητα, εξοχότητα … Dictionary of Greek